ἀστόχημα

ἀστόχημα
ἀστόχημα, ατος, τό (s. ἀστοχέω; Plut. Curios. 520b) mistake, error ἐν πολλοῖς ὢν ἀστοχήμασι since I must deal w. numerous errors (in teaching) AcPlCor 2:2.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀστόχημα — failure neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστόχημα — το (AM ἀστόχημα) [αστοχώ] η αποτυχία, το σφάλμα …   Dictionary of Greek

  • ἀστοχημάτων — ἀστόχημα failure neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστοχήμασιν — ἀστόχημα failure neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστοχήματα — ἀστόχημα failure neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστοχήματι — ἀστόχημα failure neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξαστοχιά — η [ξαστοχώ] 1. ξαστόχημα 2. αστόχημα, λησμοσύνη …   Dictionary of Greek

  • ξαστόχημα — το [ξαστοχώ] 1. το να πέσει κάποιος έξω από τους στόχους του, αστόχημα 2. παράλειψη που οφείλεται σε λησμοσύνη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”